Μέλη

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2018

Ορέστης



Περπατάω με τα χέρια στις τσέπες του παλτό μου και το στόμα μου κρυμμένο στο χοντρό μπορντό πλεκτό κασκόλ μου για να μη νιώθω το κρύο. Με τα μάτια μου προσπαθώ να χορτάσω το άρωμα της αγαπημένης μου πόλης. Παρασκευή βράδυ, στην παραλιακή της Θεσσαλονίκης, βιάζομαι να γυρίσω σπίτι,  να ετοιμαστώ και να βγούμε με τον παιδικό μου φίλο για κρασί.

Λατρεύουμε και οι δύο το καλό κρασί. Που μας έχανες, που μας έβρισκες, στις καλές μας μα και στις μαύρες μας, πάντα ξετρυπώναμε ψαγμένα wine bar και αφήναμε λευκές και κόκκινες ποικιλίες να μας συντροφεύουν ως τις πρώτες πρωινές ώρες, στις συζητήσεις μας.

Μέχρι που μια μέρα ο Ορέστης, δε σήκωσε το κινητό.. Ήξερα την ψυχολογική κατάσταση που βρισκόταν. Δύσκολα παιδικά χρόνια, σε ένα σπίτι με μια διαλυμένη "οικογένεια" που οι γονείς δεν έχαναν ευκαιρία να "οπλίζουν" τις κάνες τους, που ο πατέρας μείωνε συνέχεια τις ικανότητες του, τον σύγκρινε με τον αδερφό του και σε κάθε αφορμή ξεσπούσε πάνω του λες και έφταιγε ο Ορέστης για όσα οι γονείς του ήταν ανίκανοι να διαχειριστούν.

Ορέστης. Πέρασε πολιτικός μηχανικός στο Πολυτεχνείο, τελείωσε πρώτος τη σχολή, δούλευε απο τα 17 του για να'ναι ανεξάρτητος, ζούσε μόνος του. Μοναδική του αγάπη και σχέση σοβαρή η μουσική του. Στις όμορφες και δύσκολες στιγμές του, αγκαλιά με μια κιθάρα.. Και όμορφος άντρας, πολύ. Ξανθός γαλανομάτης, με τις γκόμενες να κάνουν σειρά ποια θα τον πρωτοπάρει. Ποιά θα κερδίσει την πίστη του και θα καταφέρει να τον καλουπώσει σε σχέση σοβαρή, με προοπτικές, συγκατοίκηση, γαμοστέφανα, παιδιά, σκυλιά, τραπέζια σούρτα-φέρτα με τα σόγια και όλα τα βαρετά κλισεδάκια που επιτάσσει η κλίκα των "σοβαρεμένων" ανθρώπων.

Ο Ορέστης πάλευε από μικρός με τη θλίψη του. Φίλους δεν ήθελε πολλούς. Μόνο λίγους και καλούς. Ο κολλητός του ο Σπύρος απο τη γειτονιά, εγώ απο το σχολείο και ο Αποστόλης, συμφοιτητής του.

Ακόμα θυμάμαι αυτολεξεί την απάντηση του όταν τον ρωτησα ένα ξημέρωμα που περπατούσαμε στην ίδια προβλήτα, όπως τώρα, πως είναι να βιώνεις την ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρισκόταν χρόνια και πάλευε να ξεπεράσει μέσα απο συζητήσεις επι συζητήσεων με την ψυχοθεραπεύτρια του.

"Μοιάζει με γαλήνια θάλασσα βράδυ καλοκαιριού. Κάθεσαι στην άμμο και περιμένεις τα κύματα να σε δροσίσουν όταν ξαφνικά η θάλασσα γίνεται άγρια, φουρτουνιάζει, σκάει ενα μεγάλο κύμα πάνω σου, σε κανεί να γλιστρήσεις στα εντός της και πνίγει το στόμα σου με αλατόνερο. Το αλάτι καίει τον λαιμό σου, το νερό πλημμυρίζει στα λαρύγγια σου και νιώθεις το κεφάλι σου να μυρμηγκιάζει απο την έλλειψη οξυγόνου. Ασφυξία. Και εκεί που λες πως όλα τελειωσαν, το κύμα σε ξεβράζει, ανοίγεις τα μάτια και ο ήλιος σε καίει..."
(...)
"Δε ξέρεις πότε θα σε χτυπήσει αυτό το μαλακισμένο συναίσθημα Νινάκι. Απλά ζεις και εύχεσαι να μη ξανάρθει, πάντα μέχρι την επόμενη φορά.."
(...)
"Θα φύγω Νίνα. Μακριά από όλους και απο όλα. Να κάνω νέα αρχή. Να αναπνεύσω. Να ξεκινήσω από το μηδέν."

Ο Ορέστης έφυγε οκτώ χρόνια στας Ελβετίας. Διατριβή, δουλειά και πολύ εσωτερική αναζήτηση για λύτρωση.

Σήμερα το βράδυ, γιορτάζει τον νέο Ορέστη, παρέα με παλιούς και καινούργιους, πολλούς φίλους. Γιορτάζει αυτόν που όταν το κύμα τον αρπάζει αγριεμένα, παλεύει, βγαίνει στην επιφάνεια και παίρνει βαθιά ανάσα να γεμίσουν τα πνευμόνια του οξυγόνο..

Κάθε φορά που περπατάω στην προβλήτα κάτω από τη Λεωφόρο Μ. Αλεξάνδρου, αυτόν σκέφτομαι. Και τη δύναμη του να κερδίσει τη μάχη με τη θλίψη που κάποιοι άλλοι του εμφύτευσαν άθελά του, χρόνια πριν.

Ps. Ήταν επιθυμία του Ορέστη να γράψω για αυτόν, με την προϋπόθεση οτι θα κατάφερνε κάποτε να "ξαναγεννηθεί"..

Ο Ορέστης σήμερα λατρεύει το σερφ. Και με τη σανίδα του δαμάζει τα κύματα. Αυτά τα ψηλά, ξέρεις, που λίγο αν δεν προσέξεις μπορεί να σε καταπιούν.. Μα βγαίνει πλέον από αυτά, πάντα νικητής!

*Cheers