Μέλη

Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2017

Το "εγώ" και η μπαλαρίνα



Με τράβηξε απότομα από το χέρι, μου έδωσε στα χέρια μια βαλίτσα με όσα πράγματα μπόρεσε να μαζέψει πρόχειρα εκείνη τη στιγμή, άνοιξε την πόρτα του σπιτιού, μου έδειξε τον μακρύ δρόμο που εκτεινόταν έξω από το ξύλινο σπίτι, σε ένα προάστιο του Λονδίνου και έκλεισε πίσω μου την πόρτα με τόση δύναμη που ήταν σαν να έκοψε στα δύο την σιωπή που απλωνόταν στον ορίζοντα εκείνο το χειμωνιάτικο και ήσυχο απόγευμα.

Έμεινα να στέκω αναποφάσιστη για λίγο. Ο χρόνος πάγωσε και το μυαλό μου ήταν σα να έκαιγε προσπαθώντας να πάει κόντρα στο κρύο που διαπερνούσε το σώμα μου. Οι επιλογές που είχα ήταν δύο. Να γυρίσω πίσω στην πατρίδα μου, στους δικούς μου ανθρώπους, στο γνώριμο ισόγειο στην οδό Πριγκιπονήσων, απέναντι από τα δικαστήρια σχεδόν, μέσα στην καρδιά της Αθήνας. Η άλλη, να περπατήσω ως την πλησιέστερη στάση, να περιμένω το λεωφορείο που θα με πήγαινε στην πόλη, να μπω σε ένα γραφείο εύρεσης κατοικιών και με τους πρώτους μου μισθούς να νοικιάσω ένα δωμάτιο 25τ.μ. για να κάνω τη δική μου αρχή.

Ο λόγος που ο Φώτης μου άνοιξε την πόρτα εκείνο το απόγευμα και με άφησε να διαλέξω τον δρόμο προς την δική μου ελευθερία, ήταν γιατί μετά από μήνες συγκατοίκησης σε μια ξένη χώρα, συνειδητοποίησα ότι τα όνειρα μου δεν κλείνονται σε ένα κουτάκι από τέσσερις τοίχους, που για χάρη του «μαζί», θα άντεχα να αφήνω το «εγώ» μου να κλαίει παραμελημένο, να καταπιέζεται και να πάψει να ονειρεύεται. Το δικό μου «εγώ» φορούσε πάντα ροζ κορμάκι μπαλέτου, με αφράτο φραμπαλά, είχε μακριά καλλίγραμμα πόδια και χόρευε ανέμελο και ελεύθερο. Τα χέρια του ζωγράφιζαν κύκλους και σύννεφα, ήλιους και καράβια, αεροπλάνα που σε πάνε σε μέρη άγνωστα, να μυρίζεις ξένα αρώματα και που τα μάτια σου δε χορταίνουν να φωτογραφίζουν παράξενα τοπία και αλλόκοτες μορφές ανθρώπων.

Το «εγώ» μου ήθελε να είναι ελεύθερο, τρελό, ξένοιαστο και ατίθασο. Δεν άντεχε να φορμάρεται πίσω από καλά σφιγμένες ποδιές για μαγείρεμα, κίτρινα πλαστικά γάντια καθαρίσματος, σφουγγαρίστρες, πλυντήρια, απλώστρες, ευθύνες, υποχρεώσεις και αγκαροδουλειές, μοναχό του. Που πήγε το «μαζί» δικέ μου? Τώρα δε σκεφτόμαστε «μαζί» για δύο? Σου ‘πε κανείς ότι μ’ αρέσει να μοιράζω εντολές γυρνώντας κουρασμένη από τη δουλειά? … «Φώτη, μάζεψε τα ρούχα. Φώτη βάλε πλυντήριο. Φώτη τάισες το γάτο? Φώτη πάλι άφησες τα παπούτσια σου στο σαλόνι?» Υπάλληλος στη δουλειά και διευθύντρια στο σπίτι? .. Μάλλον ΌΧΙ.

Παιδί χωρισμένων γονιών. Στην πράξη, όχι στους τύπους. Γιατί η γραφειοκρατία μας μάρανε. Ξέρεις τι θα πει να ζεις κάθε μέρα ως παιδί, τη γκρίνια και τους τσακωμούς για τα «πνιγμένα και καταπιεσμένα εγώ» της μάνας και του πατέρα σου? Ξέρεις τι θα πει να ακούς για έρωτες που έγιναν ένα πρωί δύο ξέχωρες «μονάδες»? Για «μπαλαρίνες» που τους «πάτησαν» κατά λάθος στο χορό του Ισαϊα τον τούλινο τους φραμπαλά και για να μη φανεί ο κώλος τους τις τύλιξαν πρόχειρα με μια ποδιά κουζίνας? Και μετά, για να ‘ναι πιο ταιριαστό το σύνολο του γάμου ή της γαμΩ-συμβίωσης (όπως θες βάφτισε το) τους φόρεσαν και κίτρινα γαντάκια καθαριότητας?

«Νοικοκυρούλα χαρωπή είναι η μικρή Μαρίτσα..» Αυτό τραγουδούσε ανέμελη η αδερφή μου στο δημοτικό, λόγια από ένα θεατρικό της Α’ δημοτικού. Που να΄ ξέρε τότε πως είναι η νοικοκυρούλα η Μαρίτσα της διπλανής πόρτας και κατά πόσο ήταν χαρωπή.

(…)

Και καθώς ο χρόνος άρχισε πάλι να «ρέει» μέσα μου, ένιωσα το αίμα μου να βράζει. Κοίταξα την πόρτα πίσω μου που πριν από λίγο είχε κλείσει νευριασμένα, πήρα μια βαθιά ανάσα, αφήνοντας τον παγωμένο αέρα να μπει στα πνευμόνια μου, έσφιξα τις γροθιές μου και αποφάσισα να πάρω το λεωφορείο προς την καρδιά του Λονδίνου.

Έβαλα στα αυτιά μου τα ακουστικά του αγαπημένου μου MP3 player, που είχα από τα φοιτητικά μου χρόνια, πάτησα την ένταση να πάει στο τέρμα, και άρχισα να μουρμουράω τους στοίχους του τραγουδιού.. 

Whatever happened to you…”. Και όπως έφτανα στη στάση, αναρωτήθηκα τι άραγε να μου είχε συμβεί για να αφήσω το «εγώ» μου ξεχασμένο στα αποδυτήρια, όταν τα πουέντ μου με περίμεναν για να χορέψουμε έναν ακόμη «τελευταίο χορό» στη μεγάλη σκηνή…

Αν το «εγώ» σου θέλει να χορέψει, θέλει να πετάξει, να τρέξει, να ζωγραφίσει, να εκφραστεί, να κλάψει, να γελάσει, να θυμώσει… Μη το καταπιέσεις ΠΟΤΕ για μια «ποδιά» αν ο σύντροφος σου δεν μπορεί να δει με τα «δικά σου μάτια».

Τι σου συνέβη μικρή μου μπαλαρίνα? …

Χόρεψε λοιπόν…

Ελεύθερη…

Και μόνη…