Μέλη

Παρασκευή 4 Αυγούστου 2023

《Για τη Νιόβη》

 《Νιόβη, θα ήθελα να διαβάσω ένα βιβλίο》μου είπε η γιαγιά μου η Νιόβη, όντας καθισμένες και οι δύο στην πίσω αυλή του σπιτιού μας στο χωριό, την Πλατανόβρυση.

《Άντε μέσα και φέρε μου αυτό το καινούριο βιβλίο που έφερε αυτός ο άγνωστος περαστικός. Αλήθεια περίεργος δεν ήταν? Εσένα πως σου φάνηκε? Εμένα μου φάνηκε πως τον γνώρισα μια φορά. Σα να τον ήξερα, σε ένα μακρινό παρελθόν, μα τώρα πια δε θυμάμαι τίποτα...》

Ξύπνησα από το όνειρό μου με μια μελαγχολία. Με τη γιαγιά μου τη Νιόβη έχω αναμνήσεις από ιστορίες που μου έλεγε τα καλοκαίρια που βρισκόμασταν μαζί στο χωριό. Ύστερα, όταν μεγάλωσα, γύρω στα 20, η γιαγιά μου εμφάνισε Alzheimer, παίρνοντας ραγδαία τον κατήφορο. Η επικοινωνία μας ήταν αδύνατη πλέον. Άκουγα καπου κάπου ιστορίες από τα νιάτα της με τον παππού μου, από το δικό του στόμα πλέον, όταν αραιά και που πήγαινα να τους δω στο σπίτι τους, στο Αιγάλεω. Αφού τρώγαμε φαγητό με τον παππού μου, που πάντα μαγείρευε πεντανόστιμα, βγαίναμε στο μπροστινό μπαλκονάκι του σπιτιού και με τον καφέ του έλεγα 《άντε παππού, πες μου μια ιστορία από τα παλιά》...

Ήταν νομίζω γύρω στο 2010, όταν βρέθηκα να ακούω μισόλογα, κουβέντες κωδικοποιημένες, όταν ο πατέρας μου συζητούσε χαμηλόφωνα στην κουζίνα, με τον παππού μου. Και τότε έμαθα πως, να, τη γιαγιά κάποιος κύριος ζήταγε να τη δει, ας τον πούμε κύριο 《Μ.》 Ήταν στα τελευταία του ο κύριος Μ. και είχε ζητήσει από τα παιδιά του ως τελευταία επιθυμία να του βρούνε τη Νιόβη και να του τη φέρουν να την δει. 

Ρώτησα ποιος ήταν, τι της ήταν της γιαγιάς, μα κανείς δε μου απάντησε. Μισόλογα μασημένα. Του είπαν πως τώρα η γιαγιά μου δεν θυμόταν τίποτα πια, πως δεν αναγνώριζε κανέναν και ήταν δύσκολες οι μετακινήσεις της.

Ύστερα από καιρό άκουσα μάλιστα για ένα βιβλίο που της είχε αφιερώσει ο κύριος Μ. και ήθελε να της το δώσει. Ότι την είχε ψάξει και παλαιότερα, γύρω στο 1990, ήθελε να της μιλήσει, να την δει, μα ο παππούς μου δεν είχε επιτρέψει αυτή την επικοινωνία.

Μάταια όλα...

Ρώτησα αρκετές φορές ποιος ήταν ο κύριος Μ., γιατι είχε προσεγγίσει η οικογένεια του, τους ευρύτερους συγγενείς της γιαγιάς μου και όχι απευθείας τα παιδιά της, αλλά σαφή απάντηση δεν πήρα. 

Έψαξα τότε στο ίντερνετ για βιβλία που θα μπορούσαν να είναι αφιερωμένα σε μια 《Νιόβη》αλλά η αναζήτηση έμοιαζε όμοια με το να ψάχνω ψύλλους στα άχυρα.

Ύστερα, ο παππούς μου έφυγε άξαφνα από τη ζωή, παίρνοντας μαζί του όλα τα μυστικά που θα μπορούσε να μας έχει μεταφέρει για τη ζωή τους, ιστορίες από τον πόλεμο του '40, τη φτώχεια, την πείνα, τις αναταραχές, τους χαμένους έρωτες, τα προξενιά τη στερημένη ύστερη κοινή τους πορεία.

Και ένα χρόνο ακριβώς μετά, σα να μην άντεχε ούτε μια μέρα παραπάνω, εφυγε και η γιαγιά μου από τη ζωή, πηγαίνοντας να κάνει παρέα στον Αντώνη της, που ήταν γάμος από προξενείο αλλά τότες έτσι ήτανε οι γάμοι και οι αγάπες και όλα. Μετά το γάμο, με τα χρόνια ερχόταν και η αγάπη. Μια αγάπη πιο στέρεη, με συμβιβασμούς, υποχωρήσεις και άλλες προτεραιότητες, αυτές της μεταπολεμικής επιβίωσης σε μια Ελλάδα ταραγμένη. 

Η ιστορία του κυρίου Μ. με το βιβλίο που είχε αφιερώσει στη γιαγιά μου, πάντα περιπλανιόταν ως μυστήριο στο μυαλό μου, αλλά δεν είχα και ιδιαίτερα στοιχεία για να ψάξω να βρω το πολυπόθητο βιβλίο. Και λέω πολυπόθητο, μιας και μόλις πριν λίγες ημέρες έμαθα από την εξαδέλφη μου, πως η γιαγιά μου είχε ζητήσει από την κόρη της να ψάξει στα κρυφά να βρει αυτό το βιβλίο. Η γιαγιά μου γράμματα δεν ήξερε πολλά, όμως καρτερούσε να διαβάσει την ιστορία που είχε γράψει ο κύριος Μ. 

Μάταια όλα. Εν έτη 1990, το να ψάχνεις από βιβλιοπωλείο σε βιβλιοπωλείο ένα βιβλίο που μπορεί να είχε αυτοεκδοθεί καθίστατο εξίσου δύσκολο για τη θεία μου.

Και ερχόμαστε στο 2023. Μια εβδομάδα περίπου πριν. Έχω επιστρέψει στην Αθήνα για διακοπές, συναντώ την ξαδέρφη μου και ορμώμενη από το παράξενο όνειρό μου της ρωτάω αν ξέρει για αυτή την ιστορία με το βιβλίο, για τον κύριο Μ. και τα λοιπά και τα λοιπά. 

Η ξαδέρφη μου δεν ήξερε πολλά, μόνο ότι ο κύριος Μ. ήξερε τη γιαγιά μου από κοριτσάκι, πως ήταν από το ίδιο χωριό, μαζί μεγαλωμένοι, ερωτευμένοι, μέχρι που το 1940-42, μεσοπολεμικά, αυτός αξιωματικός της ΕΛΑΣ, γίνεται αντάρτης και τον εξορίζουν ύστερα στην Μακρόνησο. Αυτός ύστερα από χρόνια επικοινωνίας και έρωτα ρομαντικού, χάνεται άξαφνα, τη γιαγιά μου τη δίνουνε με προξενείο, τη φέρνουν οι δικοί της στην Αθήνα, γυρνάει από την εξορία αυτός, ψάχνει να τη βρει, έρχεται στην Αθήνα, βρίσκει το σπίτι της και ετοιμάζεται να την κλέψει. Την παντρεύουν βιαστικά και μυστικά και εκεί τελειώνουν όλα. Απλά και γρήγορα. Ως το 1984 που ζητά να την συναντήσει από κοντά. ΟΧΙ, αυτό δεν επιτρέπεται. Το 1990 ζητά να της δώσουν το βιβλίο του. ΟΧΙ, αυτό δεν επιτρέπεται. Βρίσκει το τηλέφωνο της, την παίρνει τηλέφωνο αλλά δεν της επιτρέπεται να του μιλήσει. ΟΧΙ. Και κάπου στο 2010, στα τελευταία του, έχει επιθυμία να τη δει πριν κλείσει τα μάτια του, όμως ΟΧΙ. Η γιαγιά μου δε θυμάται τίποτα πια...

Αξιωματικός - αντιστασιακός - Μακρόνησος και το όνομα του χωριού της γιαγιάς μου.

Και ύστερα από κάμποση ώρα αναζήτησης στο ίντερνετ, βρήκα μια μορφή ενός συγγραφέα που έπρεπε να ήταν ΑΥΤΟΣ. Είχε εκδόσει 3-4 βιβλία. Αυτοεκδόσεις όλα τους. Δεν υπήρχαν πουθενά διαθέσιμα. Πουθενά. Ούτε σε παλαιπωλεία βιβλίων. 

Αλλά πάνω στην αναζήτηση μου, βρήκα ένα ακόμη στοιχείο κλειδί που ίσως με οδηγούσε στην οικογένεια του. Αυτή θα είχε σίγουρα τα πρωτότυπα βιβλία του. Ο κύριος Μ. μεταπολεμικά εργάστηκε μεταφραστής με μοναδικό συνεργάτη έναν εκδοτικό οίκο.

Τηλεφώνησα στον εκδοτικό οίκο.

Ένας αρκετά ηλικιωμένος κύριος το σήκωσε. 

- Ψάχνω κάποια βιβλία του κυρίου Μ. Γνωρίζω ότι ήσασταν συνεργάτες χρόνια λόγω των μεταφράσεων σωστά;

-Σωστά. Τι ακριβώς θέλετε;

-Ψάχνω τα βιβλία 《...》 και 《...》

-Δεν υπάρχει κανένα βιβλίο του κυρίου Μ. Δεν έχει δικά του βιβλία, μόνο μεταφράσεις έκανε.

-Μα έχω βρει στο ίντερνετ πως έχει εκδόσει ο ίδιος αυτά τα βιβλία.

-Δεν υπάρχουν αυτά τα βιβλία, δεν κυκλοφορούν.

-Θα ήθελα τότε να με φέρετε σε επαφή με την οικογένεια του μήπως έχουν αυτοί κάποιο αντίγραφο, ξέρετε υπάρχει μια ιστορία πίσω από την αναζήτηση μου για αυτά τα βιβλία.

-Δηλαδή?

...

Και του εξήγησα εν ολίγοις την ιστορία της γιαγιάς μου...

-Ποια βιβλία ψάχνετε είπατε;

-Αυτό...

-Όχι αυτό δεν κυκλοφορεί.. (Σιωπή) Δεν είναι αυτό που ψάχνετε. Ποιο άλλο ψάχνετε?

-Αυτό.

-Αυτό το έχω.

-Δηλαδή αν έρθω αύριο μπορώ να το πάρω;

-Ναι...


...


Ο υπερήλικος κυριούλης ήξερε την ιστορία του κυρίου Μ.. 

Έφτασα στον εκδοτικό οίκο, ένα χωμένο βιβλιοπωλείο στο κέντρο της Αθήνας, μέσα σε μια παλαιά κάπως έρημη στοά, απόγευμα. Σα να το είχα σχεδιάσει, που το είχα σχεδιάσει δηλαδή μεταξύ μας, τον πέτυχα την ώρα που ετοιμαζόταν να κλείσει το μαγαζί του. Δεν υπήρχε άλλος κόσμος.

Τον πλησίασα και του είπα χαμογελαστά:

-Είμαι η Νιόβη, σας τηλεφώνησα χθες. Λοιπόν, έχετε ακόμα τα βιβλία που θα ήθελα? 

-Κάτσε ένα λεπτό να πάω να στα φέρω.

Ύστερα από λίγα λεπτά εμφανίστηκε με τα βιβλία στο χέρι και με ένα κουτί λουκουμάκια τριαντάφυλλο.

-Είναι η ώρα που κλείνω το μαγαζί και απολαμβάνω το ελληνικό καφεδάκι μου. Θες κοπέλα μου και εσύ ένα καφέ? Έρχεσαι από μακρυά?

-Από πολύ μακριά κύριε Ζ. Να' στε καλά, θα σας κάνω παρέα στον καφέ σας, αν δεν σας πειράζει λοιπόν. 


...


Και κάπως έτσι, σαράντα λεπτά μετά τον ευχαρίστησα και τον αποχαιρέτησα. Τα όσα μου εκμυστιρεύτηκε, όντας φίλος καρδιακός με τον συγγραφέα, ήταν ένα πολύτιμο άκουσμα για εμένα. 

Και να' μαι τώρα εδώ να ξεφυλλίζω τα βιβλία, να μαρκάρω προτάσεις που θέλω να κρατήσω, να πισογυρνάω σε άλλες σελίδες, να σταματάω για λίγο και να σκέφτομαι.. 

Η 《Ελένη του》όπως αποκαλούσε με ψευδώνυμο τη Νιόβη δεν ήταν απλά ένα όνομα ως αφιέρωση στην πρώτη σελίδα του βιβλίου του. Ήταν σχεδόν σε κάθε σελίδα του, σε κάθε σκέψη του, σε κάθε ημέρα της ζωής του για αρκετά χρόνια. Ήταν για αυτόν η δύναμη του, η έμπνευση του, η ελπίδα του. 

Μέχρι που όλα τελείωσαν άξαφνα. Γιατί σε όλα υπάρχει ένα γιατί, ένας λόγος που χωρίς αιτία, ξαφνικά στη ζωή μας όλα ανατρέπονται. Μπαίνουμε στη δίνη της ζωής και ξεχνάμε τα όνειρα μας, τα αισθήματα μας, τους εαυτούς μας.

《Γιαγιά, ορίστε το βιβλίο που μου ζήτησες. Το διάβασα πρώτη εγώ για εσένα. Μπορείς να συνεχίσεις να χαμογελάς ως άγγελος, όπως σε έβλεπε ο Μ. σου και να μας κοιτάς όλους από εκεί ψηλά με τα όμορφα υγρά μελαγχολικά μα και χαρούμενα σου μάτια.》

Και έπιασε η γιαγιά μου το βιβλίο που της έφερα, φόρεσε τα γυαλιά πρεσβυωπίας της, άνοιξε στην πρώτη σελίδα και ξεκίνησε να διαβάζει, κάτω από τη μεγάλη μουριά στην αυλή της ουράνιας ζωής.. 






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου