Ο
δικός μου “John”. Ένας άντρας με μούσκουλα
στα μπράτσα, μπουτάρες γυμνασμένες υπέρ του δέοντος αλλά και κοιλίτσα τριαντάρη
πατέρα, που θα ήθελε πολύ να συνεχίσει το cross fit αλλά τον κέρδισαν τα οικογενειακά βάρη που καλείται πλέον να σηκώσει.
Αγαπώ
το χαμόγελο του. Αυτό το πλατύ χαμόγελο που ζωγραφίζεται στο πρόσωπο του, όταν
ανοίγει την πόρτα του σπιτιού, το απόγευμα μετά τη δουλειά που γυρνάει,
κουρασμένος και φορτωμένος με ψώνια για το σπίτι. Αυτό το χαμόγελο που έχει,
την ώρα που βγάζει τα ψώνια από τις σακούλες, τα παραθέτει ατάκτως ερριμμένα,
στο τραπέζι της κουζίνας και εξηγεί απολογητικά: «Πήρα καρότα, λάχανο,
γιαούρτι, γάλα, τυρί μπλα μπλα μπλα.. όπως μου είχες γράψει στη λίστα… και μπλα
μπλα μπλα… πήρα και ένα φυστικοβούτυρο και λίγα μπισκότα φράουλας και μερέντα
για να σου κάνω pancakes, έτσι
για τη λιγούρα και τη «σωστή» τη διατροφή!»
Αγαπώ
τα χούγια του. Όταν ξεχνάει τα φώτα σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού ανοιχτά και του
φωνάζω πως «δεν δουλεύει ο μπαμπάς σου στη ΔΕΗ μωράκλα μου!» και εκείνος μου
απαντάει με τόση αλαφρότητα «ναι, αλλά δουλεύει ο πεθερούλης μου όμως!!!». . . Όταν
πετάει την ώρα που ξαπλώνει, τις κάλτσες του κάτω και το επόμενο πρωί τις
κλωτσάει τάχα τυχαία, να κρυφτούν κάτω από το κρεβάτι και ύστερα ψάχνω εγώ σαν άλλος
ναρκαλιευτής, με οδηγό τη μύτη μου, για βρώμικες κάλτσες με άρωμα ποδαρίλας!
Λατρεύω
το mix & match και τους color-blocking ενδυματολογικούς συνδυασμούς που κάνει τα
πρωινά πριν φύγει για δουλειά και ύστερα με ρωτάει «ταιριάζει ΑΥΤΟ το πάνω με ΑΥΤΟ το κάτω» ?! Περιμένει λίγα δεύτερα, κοιτάει το επικριτικό μου βλέμμα με τις
γουρλωμένες ματάρες μου, που προ ολίγου ήταν ερμητικά κλειστές από τη νύστα, και
χωρίς να πάρει απάντηση, μονολογεί «κατάλαβα!» και αλλάζει δείχνοντας φανερά
συνετισμένος!
Και
τα ξημερώματα, οοο είναι και κάποια ξημερώματα, που έχοντας παραφάει, ύστερα
από κάποια νυχτερινή μας έξοδο, ροχαλίζει οσάν να ήταν κομπρεσέρ που παλεύει
και δουλεύει υπερωρίες για να ανοίξει επιτέλους τον μετρό της Θεσσαλονίκης!
Τότε είναι που τον αγαπώ ως το άπειρο και ακόμα παραπέρα! Ξυπνάω, τον σκουντάω
μια-δυο φορές προειδοποιητικά λέγοντας του ότι ροχαλίζει, δείχνει παραδομένο,
κοιμισμένο αετόπουλο στο…στρώμα και τότε… τότε εγώ βρίσκω ευκαιρία να γαργαλίσω
τα τεράστια ρουθούνια του με τα ακροδάχτυλα μου και να πεταχτεί από τον λήθαργο
του μουρμουρίζοντας εκνευρισμένος «μα γιατί με ξυπνάς?!» . . .
Με
τρελαίνει ο τρόπος του να χειρίζεται τις ορμονικές μου «διακυμάνσεις», θα
αποκαλούσα με κομψό τρόπο τις ψυχολογικές «διαταραχές» που με διακατέχουν μία
φορά το μήνα, για περίπου πέντε ημέρες, αλλά και τις υπόλοιπες ημέρες του μήνα,
που περίοδο δεν έχω αλλά την περιμένω και αυτό να ξέρετε, από μόνο του είναι άλλος
παράγοντας αναίτιας πρόκλησης νεύρων!
Τον
θαυμάζω για τις φορές που έχοντας νευράκια – τσαταλάκια, εκσφενδονίζω μοναχή
μου μαξιλάρια καναπέ και εκείνος μένει ατάραχος στο βομβαρδισμένο σκηνικό, όπως
οι πολεμικοί ανταποκριτές σε πόλεμο του Ιράν!
Ζηλεύω
την «αέναη λιακάδα ενός καθαρού μυαλού», του μυαλού του, ένα μυαλό ιχθύ στο
ζώδιο, μέσα στο οποίο ταξιδεύει καβάλα σε ένα ροζ – συννεφάκι όπου όλα πάντοτε είναι
όμορφα, όλα είναι ωραία, καρφάκι δε μας καίγεται τι και αν ο κώλος μας θα
φλέγεται!
Πως
μπορώ να μην αγαπώ τον άντρα μου, που στα 10’ που μπορεί να τον αφήσω να
ασχοληθεί με το μωρό για να κάνω μπάνιο, θα ξεκινήσει παίζοντας του
ρομαντικο-κλαψομουνέιΚα love songs στην κιθάρα, θα το γυρίσει ξαφνικά σε
Στόκα, Ξύλινα Σπαθιά, Τρύπες, Σιδηρόπουλο και θα τον βρω βγαίνοντας, τυλιγμένη
στη μπουρνουζοπετσέτα μου, να του τραγουδάει χοροπηδώντας την «επιστροφή στη
φύση» από ψόφιους κοριούς! Και ψέματα δε θα πω, χοροπηδάω και εγώ μετά μαζί του σα κατσίκι, φωνάζοντας «Βρήκε άλλη λύση, βρήκε άλλη λύση ροκάς πήγε και
έγινε και ρούφαγε χασίσι» μπροστά στο παιδί, που σίγουρα απορεί αν η
μαμά και ο μπαμπάς είναι έτσι εκ γεννησιμιού τους ή έχουν πάρει κάτι!
Συμπληρώνει
τα υψηλά ποσοστά τρέλας που κυλούν στο αίμα μου και με τη σειρά μου καθαιρώ
πλήρως το αξίωμα του ως μηδενιστή που κάποτε θεωρούσε ότι πρέσβευε. Αντ’ αυτού
είμαι εγώ η κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του ιμπεριαλιστικού μηδενισμού και αυτός
το κίνημα της αναγέννησης και του διαφωτισμού, του κλασικισμού και του
ρομαντισμού μαζί! Με πιο απλά λόγια, είμαστε ο ένας το αλάτι και ο άλλος το
πιπέρι στο φαγητό. Ο ένας το άσπρο και ο άλλος το μαύρο, ο «θέλω» και η «δε
θέλω» μαζί. Και κάπως έτσι, κάνουμε μαζί αυτό το «θέλω & δε θέλω», αυτό το «έτσι
και γιουβέτσι», αυτό το περίεργο κράμα στο οποίο ο ένας συμπληρώνει τα κενά του
άλλου με τους εκ διαμέτρου αντίθετους χαρακτήρες και τα καθ’ όλα αταίριαστα και
παράλληλα τόσο ταιριαστά ταπεραμέντα!
Προσπαθώ
να ξαναδιαβάσω το κείμενο, έτσι για την ιστορία, πριν το δημοσιεύσω και χτυπάει
το τηλέφωνο. Ο άντρας μου: «Αγάπη, που είναι το καλό μου το κουστούμι?»
Εγώ: «Στην
ντουλάπα σου»
Άντρας
εκνευρισμένος ελαφρά: «Δεν είναι, κοίταξα, πάω να δω στη δική σου»
Εγώ
εκνευρισμένη φανερά: «Στη δική μου, αγάπη, αποκλείεται να είναι, γιατί εγώ
τακτοποιώ τα ρούχα σου, δεν έχει λογική να είναι σε λάθος ντουλάπα το
κουστούμι. Κοίτα καλύτερα στη δική σου, το είχα βάλει στην αριστερή μεριά μαζί
με τα άλλα κουστούμια σου…»
(Σιωπή)
Άντρας
μεταμελημένος «Ααα ναι το βρήκα»
Εγώ κεκαλυμμένα
εκνευρισμένη: «Να, είδες, δε σου μίλαγε το άτιμο, έπαιζε κρυφτό».
Άντρας
με ύφος πλήρους άγνοιας «Και οι κάλτσες μου?»
Εγώ
με ύφος πλέον ειρωνείας «Πήγαινε στην κουζίνα.. Πήγες?.. Ωραία, άνοιξε το
δεύτερο συρτάρι.. το άνοιξες?»
Άντρας
με πλήρη άγνοια της ειρωνείας « Εδώ έχει φάρμακα και βιταμίνες, κάλτσες δε
βλέπω»
Εγώ απροκάλυπτα
εξαγριωμένη « Θα βαρέθηκαν το μέρος, θα περπάτησαν και θα έφυγαν αγορίνα μου,
είναι δυνατόν οι κάλτσες σου να είναι στα συρτάρια της κουζίνας? ? ? ?»
Και
σε αυτό το σημείο, καταλαβαίνετε η υπομονή μου εξαντλήθηκε έγινα χείμαρρος και
στόλισα τον άντρα μου για την πλήρη αδυναμία κριτικής σκέψης που έχει ώρες –
ώρες όταν γυρνάει κουρασμένος από τη δουλειά, ωστόσο εντάξει, μεταξύ μας τώρα
να ξέρετε, ακόμα και γι’ αυτό τον αγαπώ!
Γιατί?
Εμπιστοσύνη με κλειστά τα μάτια, λατρεμένοι μου! Εμπιστοσύνη και αλαφρότητα
αβάσταχτα σφιχταγκαλιασμένες μαζί, σε βαθμό που μια μέρα θα παίξουμε όλοι μαζί
το «πετάει – πετάει ο γάιδαρος» και ο άντρας μου θα πει απερίσκεπτα «ΠΕΤΑΕΙ!»
Μα
πέρα από τα αστεία, αυτό το πλάσμα το αγαπώ γιατί με έμαθε να αγαπώ και να
συγχωρώ, να αντιδρώ μα και να υποχωρώ και γιατί το παραδέχομαι,
ε ναι! Είμαι βιτσιόζα ταμάλα βρε αδερφέ, και γουστάρω την αναζήτηση της χαμένης
κάλτσας, το μεταμεσονύχτιο ροχαλητό, την ακαταστασία του, την αφηρημάδα του, τις
απρόσμενες αφίξεις γλυκών και άλλων θερμιδογόνων λιχουδιών στο σπίτι, τα
τηλεφωνήματα με τις άστοχες ερωτήσεις, τα ρομαντικά τραγούδια που καταλήγουν σε
ήχους Πίτσας Παπαδοπούλου, Τερλέγκα, ελαφρο-λαϊκών, δημοτικών, hard rock, jazz και όπερας μαζί. Γουστάρω κάθε τι αταίριαστο που έχει και είναι κόντρα σε εμένα, τόσο ταιριαστά!
Mix & match my dear,
cause I love you so much!
*Το εν λόγω κείμενο φοριέται ταιριαστά ή μη, με ένα τραγούδι από Πυξ-Λαξ που άκουσα πρόσφατα να τραγουδάει το alter ego μου, την ώρα που μπανιαριζόμουνα και είχε την ψευδαίσθηση πως δεν ακουγόταν! Ένα τραγούδι που γουστάρω όσο και τη φωνάρα του όταν το "εκτελεί"!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου