Αφού δεν μπορώ να σου μιλήσω κανονικά, θα σου γράψω εδώ. Και ποιος ξέρει… Ίσως κάποτε το διαβάσεις. Ίσως αλλάξεις γνώμη. Ίσως θελήσεις να με δεις όπως πραγματικά είμαι.
Σε είδα. Και μόλις μπήκες, ένιωσα να διαλύεται κάθε άμυνα μέσα μου. Ήταν σαν να πάγωσε ο χρόνος. Ξύπνησαν αισθήματα που είχα θαμμένα βαθιά, σε μέρη του εαυτού μου που νόμιζα πως δεν υπάρχουν πια.
Δεν το διάλεξα. Απλώς συνέβη. Είμαι άνθρωπος και οι άνθρωποι νιώθουν.
Κοίταξα γύρω μου. Θυμήθηκα πού βρίσκομαι. Θυμήθηκα τι φαίνομαι στους άλλους. Ξένη. Σιωπηλή. Διακριτική. Αόρατη.
Έπεισα τον εαυτό μου ότι δεν τρέχει τίποτα. Φόρεσα το χαμόγελό μου, όπως κάνω πάντα. Έσκυψα το κεφάλι. Γιατί ντρέπομαι. Όχι γι’ αυτό που νιώθω, αλλά γιατί τολμάω να το δείχνω.
Και μετά σε είδα ξανά. Στον σταθμό. Μια ανάσα μακριά.
Κι όμως, η απόσταση ανάμεσά μας ήταν χάσμα. Μια γραμμή τρένων να μας χωρίζει. Δύο κόσμοι, δύο κατευθύνσεις. Και εγώ στη μέση — να μην ανήκω πουθενά.
Συγγνώμη που δεν είμαι γρήγορη, ούτε “λογική”. Που επιμένω να νιώθω όταν δεν πρέπει.
Αλλά κάπως έτσι καταλαβαίνω ότι είμαι ακόμα ζωντανή.
Ζωντανή αλλά δεμένη...
*
Since I can't speak to you directly, I'm writing here.
And who knows... maybe one day you'll read it.
Maybe one day you'll change your mind.
Maybe you'll want to see me for who I really am.
I saw you.
And the moment you walked in, something inside me unraveled.
Time froze.
Feelings I had long buried came rushing back.
I didn’t choose it — it just happened.
I’m human. With flaws, desires, weaknesses.
I looked around.
I remembered where I was — what I seem like to others.
A stranger. Quiet. Careful. Invisible.
I convinced myself nothing was happening.
I put on my smile, like I always do.
I looked down — because lately, I’m ashamed.
Not of what I feel…
But of letting it show.
Then I saw you again.
At the station. Just a breath away.
And yet, the space between us felt like a chasm.
A single train line separating two worlds.
Two lives going in opposite directions.
And I — caught in between, belonging to neither.
I'm sorry, I'm so slow to understand. Not logical.
That I keep feeling when I’m not supposed to.
But maybe that's the only way I know I’m still alive.
Σήμερα, καθώς χαλάρωνα, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, με τα στόρια χαμηλωμένα για να μη με ενοχλεί ο βραδινός ηλιος της νορβηγικής εξοχής.. άρχισαν να περνάνε ξαφνικά μπροστά μου στιγμές μας.
Ήμασταν πάλι, βράδυ, σταματημένοι στη Σωρού, στα φανάρια. Εγώ μπροστά με το πικάντο μου και εσύ πίσω με το φιατάκι σου. Σε χάζευα από τον κεντρικό καθρέφτη του αυτοκινήτου, όπως τότε.
Μόνο που τώρα, καθώς προσπαθούσα να αναζητήσω τη μορφή σου στον καθρέφτη, με τύφλωναν οι προβολείς κάποιων άλλων αμαξιών, λίγες θέσεις πιο πίσω.
Βγήκα απο το αυτοκίνητό. Γύρισα πίσω να σε δω. Βγήκες και εσύ. Κανείς μας δε μιλούσε. Παράτησα το αμάξι στη μέση του δρόμου κ πήγα προς το πεζοδρόμιο. Είδα πως με ακολούθησες. Και τότε, γύρισα προς το μέρος σου, σε κοίταξα και άρχισα να κλαίω. Σιωπηλά. Και εσύ, αντί να φύγεις, αυτή τη φορά με πήρες αγκαλιά και μου σκούπησες τα δάκρυα. "Ηρέμησε" μου είπες. "Ηρέμησε, είμαι εδώ. Τώρα είμαι εδώ".
"Μα θα φύγεις ξανά" προσπάθησα να σου ψιθύρισω. Φοβόμουν μη σε χάσω πάλι.
"Ηρέμησε, δε θα φύγω ποτέ ξανά" μου είπες πάλι και με έκλεισες στην αγκαλιά σου. Και ένιωσα να χαϊδεύω τα χέρια σου. Ήταν τόσο απαλά. Δεν ξέχασα ποτέ πόσο απαλή ήταν η αγκαλιά σου. Πόσο τρυφερά ήταν τα χέρια σου και το άγγιγμα σου.
Σε κοίταξα στο πρόσωπο. Είχες γεράσει. Είχαν ασπρίσει αρκετά τα μαλλιά σου. Ήσουν αγέλαστος. Ήρεμος. "Δε μπορούσα να μείνω" μου είπες.
Και τότε, ξάπλωσα στο πεζοδρόμιο, χωρίς να θέλω να ενοχλήσω, χωρίς να θέλω να ακουστώ και συνέχισα να κλαίω σιωπηλά. Και με κράτησες πάλι λέγοντας μου "Ηρέμησε, είμαι εδώ".
Τάσο, σε βλέπω. Αναγνωρίζω ό,τι ζήσαμε.
Κρατάω ό,τι με έκανε καλύτερη.
Ό,τι δεν μου ανήκει πια, το αφήνω πίσω.
Ελευθερώνω εσένα και εμένα από τον δεσμό αυτό.
Είμαστε και οι δύο ελεύθεροι να προχωρήσουμε με ειρήνη.
Και καθώς σου κρατούσα τα χέρια και στα έλεγα αυτά, άκουσα ένα δυνατό μπαμ, μια σύγκρουση, όλα σκοτείνιασαν.
Κοίτα πως μια μελωδία σαν αυτή μου ξύπνησε έναν ενεργειακό δεσμό που πίστευα πως είχα κόψει χρόνια τώρα..
Θυμάμαι να φτάνω, μέσα στο μισοσκόταδο, στο νέο μου σπίτι. Κάπου στις 6 το απόγευμα. Ένα σπίτι που είχα δει μόνο από φωτογραφίες και βιντεοκλήσεις.
Και, με τη δυσπιστία που είχα —ως γνήσια Ελληναρού— δεν θα πίστευα ποτέ πως υπήρχε στ’ αλήθεια, παρόλο που κρατούσα το συμβόλαιο στα χέρια μου, αν δεν το έβλεπα με τα μάτια μου.
11 Απριλίου 2025
Είναι 9:30 το βράδυ. Έχω φορτώσει και τις τελευταίες κούτες στο αμάξι και, καθώς κάνω όπισθεν για να βγω στον δρόμο, ρίχνω κλεφτά μια τελευταία ματιά στην πολυκατοικία, νομίζοντας στιγμιαία πως θα ξαναγυρίσω.
Και είναι εκείνη η στιγμή που συνειδητοποιώ πως, κλείνοντας για τελευταία φορά την ξύλινη πόρτα στην οδό Fjordveien 65A, κλείνω μαζί της κι ένα κεφάλαιο της ζωής μου. Ένα κεφάλαιο μοναδικό, δύσκολο, προκλητικό, απαιτητικό· που με έβγαλε εκτός ορίων· που με έφερε κοντά σε ανθρώπους που δεν φανταζόμουν πως υπάρχουν — καλούς και κακούς· που με έκανε να νιώσω συναισθήματα που πάντα φοβόμουν την ύπαρξή τους.
Αυτό το διαμέρισμα του 4ου θα κρατάει μέσα του αναμνήσεις της δικής μου ζωής. Άλλες γλυκές, άλλες οδυνηρές. Άλλες συγκριτικές, άλλες λυτρωτικές.
Θα μου λείψεις, σπιτάκι μου.
Να κρατάς στην ηχώ σου τις φωνές της τρέλας, των γέλιων, των θυμών, των απογοητεύσεων — και να κρατάς ζεστούς τους επόμενους που θα μείνουν εκεί.
Έχω θέματα να γράψω και καθώς τα βάζω κάτω και οι σκέψεις παίρνουν μορφή και στη μορφή μπαίνουν αισθήματα.. αλλάζω γνώμη και τα σβήνω όλα.
Μάταια. Τι νόημα έχει να γράφω για τη Σάρα και τη Μάρα? Για τον Άκη και τον Τάκη.
Έχω μπει σε mood Κονιτοπούλου "μα ήταν τα φιλιά σου ψεύτικα και άδικα σε ερωτεύτηκα" ένα πράμα, και σκιπάρω σκέψεις, αναμνήσεις, αισθήματα, ανάγκες, όνειρα, ιδανικά.
Να.πα.να.γα. τα όνειρα Λιτσάκι.
Να.πα.να.γα. τα ιδανικά.
Δεν νομίζω πως υπάρχω εδώ και καιρό. Ένα κενό. Ένα μηδενικό.
"ΖαμΠόν χωρίς λιπαρά" όπως έλεγε σε ένα τραγούδι της η Ευσταθία.
"Αποχαύνωση στον καναπέ".
Γι αυτό δεν έχω τίποτα άλλο να πω, ένα μεγάλο κενό. . .
Θα συνοδεύσω αυτό το κενό κείμενο με αυτό το τραγούδι - ύμνο και θα βάλω μια άνω τελεία.
Θα κάνω μια παύση εδώ.
Δε θα με δείτε για καιρό. Δε θα με ακούσετε. Δε θα με διαβάσετε.
Εξάλλου Δε θα σας λείψω βρε πΣυχούλες μου, μη κλαίτε, όχι, μη, Δε πειράζει.
Τα πράγματα μου βρίσκομαι για ακόμα μια φορά μέσα σε κούτες. Και εγώ είμαι ακόμα μια φορά μετέωρη. Στον αέρα. Στο κενό.
Κοιτάω έξω από το παράθυρο τον σκοτεινιασμένο ορίζοντα.
Στο βάθος φαίνονται τα φώτα στο Όσλο.
Παίρνω ένα χαρτί και ένα μολύβι και ξεκινάω να γράφω..
Να θυμηθώ να μην ερωτευτώ ποτέ ξανά.
Να θυμηθώ πως ο έρωτας πονάει.
Να θυμηθώ πως η καψούρα ξεφτιλίζει.
Να μην ξεχάσω πόσο θλιβερή είναι η όψη ενός άμοιρου ερωτευμένου χωρίς ανταπόκριση. . .
Εξάλλου εμείς θα είμαστε πάντα δύο "γνωστοί" για όσο υπάρχουμε στον ίδιο χώρο, σωστά?
Σωστά.
Σημειώνω στο χαρτί μου να μην ξεχάσω πως στη ζωή πρέπει να διαλεγουμε τις μάχες μας.
Πως κάποιες μάχες είναι εξ αρχής χαμένες.
Και πως τα προγνωστικά μου στον έρωτα αγγίζουν θερμοκρασίες βόρειας Νορβηγίας..
Γελάω λίγο με τα αστεία που σκέφτομαι.
Γράφεις? Ρωτάω τον εαυτό μου..
Γράφω, απαντώ και συνεχίζω.
Να θυμάσαι πως δεν υπάρχει για όλους εκεί έξω ένα ταίρι. Πως υπάρχουν και αυτοί που γεννήθηκαν για να μεγαλώσουν μόνοι και να ωριμάσουν μέσα από τη μοναξιά τους.
Απολαμβάνω τον ήχο του πιάνου και σιγοτραγουδάω αυτό το "μπουφ" καθώς φυσάω προς τα έξω τον καπνό από το μισοτελειωμένο μου τσιγάρο.
Λίγο στάχτη πέφτει στο χαρτί μου. Ο καπνός μπαίνει απρόσεκτα στα μάτια μου και τα κάνει να δακρύζουν.
Προσπαθώ να πνίξω τα δάκρυα απογοήτευσης που μου έρχονται.
Κοιτάω έξω από το παράθυρο ξανά.
Τσαλακώνω το σημείωμα μου και το χώνω μέσα σε ένα από τα βιβλία της στίβας με τα "to read in 2025" που θα μετακυλισθεί σε "to read in 2026".
Tom. Με έκανες να νιώσω σα τον Jerry , μόνο που στο δικό μου παραμύθι σε κυνήγησα αρκετά εγώ για να σε πιάσω. Αλλά μάταια. Δεν τα κατάφερα. Και έτσι, προσπαθώ να δεχτώ ότι όσα δεν ήθελαν να μείνουν ίσως δεν άξιζαν. Πως ίσως έχω πάνω μου κάτι απωθητικό που σε έκανε να τρέξεις μακριά. Αυτό είναι..
Ίσως είναι το άρωμα της απελπισμένης μοναξιάς που έχει ποτίσει το πετσί μου.
Ίσως είναι η θλίψη που κατοικεί στα μάτια μου και σε έκανε να μη θες να τα κοιτάξεις.
Οι παιδικές μου αναμνήσεις είναι θολές. Το μόνο που συγκρατώ είναι οι φιλικές συγκεντρώσεις στα βουνά, οι καλούμπες και ο αγώνας για το πέταγμα του χαρταετού.
Η θερμοκρασία έξω αγγίζει διψήφια νούμερα σήμερα στο Όσλο. Ο ήλιος μας έκανε μεγάλη τιμή—τόσο που όταν μπήκα το πρωί στο γραφείο, παραλίγο να στραβωθώ από το φως που με έλουζε κατακούτελα.
Σήμερα, κάπου 3.000 χιλιόμετρα μακριά από αυτές τις αναμνήσεις, χαμένη ανάμεσα σε νούμερα και συλλογισμούς, άκουσα ένα τραγούδι. Και ξαφνικά, βρέθηκα στο κλασικό spotless thought condition της ng.
Και αφού δεν μπορώ να είμαι στην αθηναϊκή ύπαιθρο να «πετάω χαρταετό», φτιάχνω έναν στα όνειρά μου. Δένω για φτερά του όσα βάρη κουβαλάω αυτή τη στιγμή στη σκέψη μου και τον αφήνω να πετάξει ψηλά. Πολύ ψηλά.
«Αμόλα καλούμπα!» φωνάζουν σκιές από πίσω μου.
Και «αμόλα καλούμπα»…
Ο χαρταετός μου ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά. Τον κρατάω γερά από τον σπάγκο, σαν να φοβάμαι μην σπάσει και φύγει—αυτός και τα βαρίδια μου. Προσπαθώ να τον κατεβάσω, αλλά μάταια. Ο αέρας τον έχει πάρει, και μαζί του, όλα όσα με βαραίνουν.
Και τότε... αντί να σπάσει το σχοινί, αρχίζω να σηκώνομαι εγώ από το έδαφος.
Αιωρούμαι. Πετάω.
Τους βλέπω όλους από ψηλά—μικρούς, πιο μικρούς, ακόμα πιο μικρούς.
Προσπαθώ να φωνάξω σε κάποιον να με κατεβάσει. Μα δεν με ακούει κανείς. Δεν υπάρχει κανείς. Και εγώ συνεχίζω να ανεβαίνω.
Άνθρωποι και καταστάσεις, λόγια, φωνές περνάνε μπροστά από τα μάτια μου.
Ανοιγοκλείνω τα βλέφαρά μου· ο αέρας μου ξηραίνει τα μάτια. Τα σύννεφα κάνουν την όρασή μου πιο θολή. Οι εικόνες εξαφανίζονται. Οι φωνές σταματούν.
Ησυχία.
Γαλήνη.
Καθώς ανεβαίνω, βλέπω να πέφτουν κάτω—σαν μπαλόνια με νερό που σκάνε—τα βαρίδια που είχα κρεμάσει στον χαρταετό μου.
Αυτός είναι ο παράδεισος; Εδώ είμαι; Έφτασα;
Μα... τι γίνεται;
Νιώθω να ζαλίζομαι, να στροβιλίζομαι. Ο χαρταετός μπλέκεται στα σύννεφα, το σχοινί κόβεται.
Και τότε... αρχίζω να πέφτω.
Από σύννεφο σε σύννεφο.
Άλλοτε απαλά, άλλοτε άγαρμπα.
Και επιταχύνω.
Ένα τρελό βουητό βουλώνει τα αυτιά μου και παραλύει τη σκέψη μου.
.
.
.
«Lunsj?»
Κάποιος με ρώτησε αν θα φάω.
Αρνήθηκα τεμπέλικα και προσπάθησα να επανέλθω στην πραγματικότητά μου.
Με τον αγκώνα μου έριξα κατά λάθος το σημειωματάριό μου στο έδαφος και οι σημειώσεις μου σκορπίστηκαν.
Έσκυψα να τις μαζέψω.
Ανάμεσά τους βρήκα ένα φθαρμένο χαρτί με τα γράμματά σου.
Το κράτησα για λίγο.
Και μετά το πέταξα.
Δε θέλω τίποτα να μου θυμίζει ανθρώπους για τους οποίους δεν υπήρξα σημαντική.