Σήμερα, καθώς χαλάρωνα, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, με τα στόρια χαμηλωμένα για να μη με ενοχλεί ο βραδινός ηλιος της νορβηγικής εξοχής.. άρχισαν να περνάνε ξαφνικά μπροστά μου στιγμές μας.
Ήμασταν πάλι, βράδυ, σταματημένοι στη Σωρού, στα φανάρια. Εγώ μπροστά με το πικάντο μου και εσύ πίσω με το φιατάκι σου. Σε χάζευα από τον κεντρικό καθρέφτη του αυτοκινήτου, όπως τότε.
Μόνο που τώρα, καθώς προσπαθούσα να αναζητήσω τη μορφή σου στον καθρέφτη, με τύφλωναν οι προβολείς κάποιων άλλων αμαξιών, λίγες θέσεις πιο πίσω.
Βγήκα απο το αυτοκίνητό. Γύρισα πίσω να σε δω. Βγήκες και εσύ. Κανείς μας δε μιλούσε. Παράτησα το αμάξι στη μέση του δρόμου κ πήγα προς το πεζοδρόμιο. Είδα πως με ακολούθησες. Και τότε, γύρισα προς το μέρος σου, σε κοίταξα και άρχισα να κλαίω. Σιωπηλά. Και εσύ, αντί να φύγεις, αυτή τη φορά με πήρες αγκαλιά και μου σκούπησες τα δάκρυα. "Ηρέμησε" μου είπες. "Ηρέμησε, είμαι εδώ. Τώρα είμαι εδώ".
"Μα θα φύγεις ξανά" προσπάθησα να σου ψιθύρισω. Φοβόμουν μη σε χάσω πάλι.
"Ηρέμησε, δε θα φύγω ποτέ ξανά" μου είπες πάλι και με έκλεισες στην αγκαλιά σου. Και ένιωσα να χαϊδεύω τα χέρια σου. Ήταν τόσο απαλά. Δεν ξέχασα ποτέ πόσο απαλή ήταν η αγκαλιά σου. Πόσο τρυφερά ήταν τα χέρια σου και το άγγιγμα σου.
Σε κοίταξα στο πρόσωπο. Είχες γεράσει. Είχαν ασπρίσει αρκετά τα μαλλιά σου. Ήσουν αγέλαστος. Ήρεμος. "Δε μπορούσα να μείνω" μου είπες.
Και τότε, ξάπλωσα στο πεζοδρόμιο, χωρίς να θέλω να ενοχλήσω, χωρίς να θέλω να ακουστώ και συνέχισα να κλαίω σιωπηλά. Και με κράτησες πάλι λέγοντας μου "Ηρέμησε, είμαι εδώ".
Τάσο, σε βλέπω. Αναγνωρίζω ό,τι ζήσαμε.
Κρατάω ό,τι με έκανε καλύτερη.
Ό,τι δεν μου ανήκει πια, το αφήνω πίσω.
Ελευθερώνω εσένα και εμένα από τον δεσμό αυτό.
Είμαστε και οι δύο ελεύθεροι να προχωρήσουμε με ειρήνη.
Και καθώς σου κρατούσα τα χέρια και στα έλεγα αυτά, άκουσα ένα δυνατό μπαμ, μια σύγκρουση, όλα σκοτείνιασαν.
Κοίτα πως μια μελωδία σαν αυτή μου ξύπνησε έναν ενεργειακό δεσμό που πίστευα πως είχα κόψει χρόνια τώρα..