Μέλη

Τρίτη 25 Μαρτίου 2025

Boff°

 



Σβήνω τα φώτα.


Ανάβω το μικρό πορτατιφ στο κομοδίνο μου. 


Κοιτάω έξω από το παράθυρο τον σκοτεινιασμένο ορίζοντα. 


Στο βάθος φαίνονται τα φώτα στο Όσλο.


Παίρνω ένα χαρτί και ένα μολύβι και ξεκινάω να γράφω.. 


Να θυμηθώ να μην ερωτευτώ ποτέ ξανά. 


Να θυμηθώ πως ο έρωτας πονάει. 


Να θυμηθώ πως η καψούρα ξεφτιλίζει.


Να μην ξεχάσω πόσο θλιβερή είναι η όψη ενός άμοιρου ερωτευμένου χωρίς ανταπόκριση. . .


Εξάλλου εμείς θα είμαστε πάντα δύο "γνωστοί" για όσο υπάρχουμε στον ίδιο χώρο, σωστά? 


Σωστά.


Σημειώνω στο χαρτί μου να μην ξεχάσω πως στη ζωή πρέπει να διαλεγουμε τις μάχες μας.


Πως κάποιες μάχες είναι εξ αρχής χαμένες. 


Και πως τα προγνωστικά μου στον έρωτα αγγίζουν θερμοκρασίες βόρειας Νορβηγίας..


Γελάω λίγο με τα αστεία που σκέφτομαι. 


Γράφεις? Ρωτάω τον εαυτό μου..


Γράφω, απαντώ και συνεχίζω. 


Να θυμάσαι πως δεν υπάρχει για όλους εκεί έξω ένα ταίρι. Πως υπάρχουν και αυτοί που γεννήθηκαν για να μεγαλώσουν μόνοι και να ωριμάσουν μέσα από τη μοναξιά τους. 


Απολαμβάνω τον ήχο του πιάνου και σιγοτραγουδάω αυτό το "μπουφ" καθώς φυσάω προς τα έξω τον καπνό από το μισοτελειωμένο μου τσιγάρο.


Λίγο στάχτη πέφτει στο χαρτί μου. Ο καπνός μπαίνει απρόσεκτα στα μάτια μου και τα κάνει να δακρύζουν. 


Προσπαθώ να πνίξω τα δάκρυα απογοήτευσης που μου έρχονται. 


Κοιτάω έξω από το παράθυρο ξανά. 


Τσαλακώνω το σημείωμα μου και το χώνω μέσα σε ένα από τα βιβλία της στίβας με τα "to read in 2025" που θα μετακυλισθεί σε "to read in 2026". 


Tom. Με έκανες να νιώσω σα τον Jerry , μόνο που στο δικό μου παραμύθι σε κυνήγησα αρκετά εγώ για να σε πιάσω. Αλλά μάταια. Δεν τα κατάφερα. Και έτσι, προσπαθώ να δεχτώ ότι όσα δεν ήθελαν να μείνουν ίσως δεν άξιζαν. Πως ίσως έχω πάνω μου κάτι απωθητικό που σε έκανε να τρέξεις μακριά. Αυτό είναι.. 


Ίσως είναι το άρωμα της απελπισμένης μοναξιάς που έχει ποτίσει το πετσί μου. 


Ίσως είναι η θλίψη που κατοικεί στα μάτια μου και σε έκανε να μη θες να τα κοιτάξεις. 


Da synger hun de vakreste ord hun kjenner..


aiaiaiaiai boff..


Aiaiaiaiai boff..

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025

Clean monΔay°


🪁

Οι παιδικές μου αναμνήσεις είναι θολές. Το μόνο που συγκρατώ είναι οι φιλικές συγκεντρώσεις στα βουνά, οι καλούμπες και ο αγώνας για το πέταγμα του χαρταετού.

Η θερμοκρασία έξω αγγίζει διψήφια νούμερα σήμερα στο Όσλο. Ο ήλιος μας έκανε μεγάλη τιμή—τόσο που όταν μπήκα το πρωί στο γραφείο, παραλίγο να στραβωθώ από το φως που με έλουζε κατακούτελα.

Σήμερα, κάπου 3.000 χιλιόμετρα μακριά από αυτές τις αναμνήσεις, χαμένη ανάμεσα σε νούμερα και συλλογισμούς, άκουσα ένα τραγούδι. Και ξαφνικά, βρέθηκα στο κλασικό spotless thought condition της ng.

Και αφού δεν μπορώ να είμαι στην αθηναϊκή ύπαιθρο να «πετάω χαρταετό», φτιάχνω έναν στα όνειρά μου. Δένω για φτερά του όσα βάρη κουβαλάω αυτή τη στιγμή στη σκέψη μου και τον αφήνω να πετάξει ψηλά. Πολύ ψηλά.

«Αμόλα καλούμπα!» φωνάζουν σκιές από πίσω μου.

Και «αμόλα καλούμπα»…

Ο χαρταετός μου ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά. Τον κρατάω γερά από τον σπάγκο, σαν να φοβάμαι μην σπάσει και φύγει—αυτός και τα βαρίδια μου. Προσπαθώ να τον κατεβάσω, αλλά μάταια. Ο αέρας τον έχει πάρει, και μαζί του, όλα όσα με βαραίνουν.

Και τότε... αντί να σπάσει το σχοινί, αρχίζω να σηκώνομαι εγώ από το έδαφος.

Αιωρούμαι. Πετάω.

Τους βλέπω όλους από ψηλά—μικρούς, πιο μικρούς, ακόμα πιο μικρούς.

Προσπαθώ να φωνάξω σε κάποιον να με κατεβάσει. Μα δεν με ακούει κανείς. Δεν υπάρχει κανείς. Και εγώ συνεχίζω να ανεβαίνω.

Άνθρωποι και καταστάσεις, λόγια, φωνές περνάνε μπροστά από τα μάτια μου.

Ανοιγοκλείνω τα βλέφαρά μου· ο αέρας μου ξηραίνει τα μάτια. Τα σύννεφα κάνουν την όρασή μου πιο θολή. Οι εικόνες εξαφανίζονται. Οι φωνές σταματούν.

Ησυχία.

Γαλήνη.

Καθώς ανεβαίνω, βλέπω να πέφτουν κάτω—σαν μπαλόνια με νερό που σκάνε—τα βαρίδια που είχα κρεμάσει στον χαρταετό μου.

Αυτός είναι ο παράδεισος; Εδώ είμαι; Έφτασα;

Μα... τι γίνεται;

Νιώθω να ζαλίζομαι, να στροβιλίζομαι. Ο χαρταετός μπλέκεται στα σύννεφα, το σχοινί κόβεται.

Και τότε... αρχίζω να πέφτω.

Από σύννεφο σε σύννεφο.

Άλλοτε απαλά, άλλοτε άγαρμπα.

Και επιταχύνω.

Ένα τρελό βουητό βουλώνει τα αυτιά μου και παραλύει τη σκέψη μου.

.

.

.

«Lunsj?»

Κάποιος με ρώτησε αν θα φάω.

Αρνήθηκα τεμπέλικα και προσπάθησα να επανέλθω στην πραγματικότητά μου.

Με τον αγκώνα μου έριξα κατά λάθος το σημειωματάριό μου στο έδαφος και οι σημειώσεις μου σκορπίστηκαν.

Έσκυψα να τις μαζέψω.

Ανάμεσά τους βρήκα ένα φθαρμένο χαρτί με τα γράμματά σου.

Το κράτησα για λίγο.

Και μετά το πέταξα.

Δε θέλω τίποτα να μου θυμίζει ανθρώπους για τους οποίους δεν υπήρξα σημαντική.

Γύρισα προς το παράθυρο και κοίταξα έξω.

Κάτι πετούσε ψηλά στον ουρανό.

Λες να ήταν ο χαρταετός μου;

🪁